Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > empuñadura

empuñadura

Una parte de la cámara diseñada para ser sostenida en la mano.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

LoveGod
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Natural environment Category: Earthquake

tsunami

Un término japonés que se aöplica a grandes olas oceánicas causadas ​​por movimientos en el fondo del mar relacionados con un terremoto o una erupción ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Multiple Sclerosis

Κατηγορία: Health   1 20 Όροι

Capital Market Theory

Κατηγορία: Business   1 15 Όροι