Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > infarto

infarto

An area of deadened tissue resulting from the obstruction of blood circulation that normally nourishes tissue. A myocardial infarction refers to myocardial tissue damage due to interrupted blood flow through a coronary artery. A myocardial infarction is frequently referred to as a heart attack.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

LoveGod
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Natural environment Category: Earthquake

tsunami

Un término japonés que se aöplica a grandes olas oceánicas causadas ​​por movimientos en el fondo del mar relacionados con un terremoto o una erupción ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Harry Potter Spells

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 20 Όροι

The Ultimate Internet Blossary

Κατηγορία: Τεχνολογία   5 11 Όροι