Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > charqui
charqui
Thin pieces of cooked and dried meat. Jerky is traditionally dried in the sun and may be smoked and/or marinated for flavor.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Chernobyl
Desastre ocurrido en la central eléctrica de Chernobyl en 1986, donde uno de los cuatro reactores nucleares de la planta explotó, resultando al menos ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Lumber(635)
- Concrete(329)
- Stone(231)
- Wood flooring(155)
- Tiles(153)
- Bricks(40)
Building materials(1584) Terms
- Δημοσιογραφία(537)
- Τύπος(79)
- Δημοσιογραφία έρευνας(44)
Ειδήσεις(660) Terms
- Cardboard boxes(1)
- Wrapping paper(1)
Paper packaging(2) Terms
- Home theatre system(386)
- Television(289)
- Amplifier(190)
- Digital camera(164)
- Digital photo frame(27)
- Radio(7)
Consumer electronics(1079) Terms
- Αλγόριθμοι & δομές(1125)
- Κρυπτογράφηση(11)