Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > charqui

charqui

Thin pieces of cooked and dried meat. Jerky is traditionally dried in the sun and may be smoked and/or marinated for flavor.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Francisca Bittner
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Events Category: Disasters

Chernobyl

Desastre ocurrido en la central eléctrica de Chernobyl en 1986, donde uno de los cuatro reactores nucleares de la planta explotó, resultando al menos ...