Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > fuerza laboral

fuerza laboral

La fuerza laboral incluye a todas las personas clasificadas como empleadas o desempleadas, de acuerdo con las definiciones contenidas en este glosario.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Labor
  • Category: Labor statistics
  • Company: U.S. DOL
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Francisca Bittner
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Events Category: Awards

Globos de Oro

Reconocimiento por excelencia en el cine y la televisión, presentado por la Asociación de Prensa Extranjera de Hollywood (HFPA). Se han realizado 68 ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Blue Eye

Κατηγορία: Γεωγραφία   1 1 Όροι

Abenomics

Κατηγορία: Politics   1 3 Όροι