Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > laca

laca

Un barniz que se utiliza para recubrir una superficie de madera para obtener un acabado especialmente duro, brillante y duradero.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Musical equipment
  • Category: Pianos
  • Company: Steinway
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

dskorce
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: National holidays

Acción de Gracias

Fiesta anual celebrada en segundo Lunes de Octubre en Canadá y el cuarto Jueves de Noviembre en los Estados Unidos. El Día de Acción de Gracias ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Sailing

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   3 11 Όροι

Halloween – Scariest Legends around the globe

Κατηγορία: Κουλτούρα   218 12 Όροι