Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > pescado carnoso

pescado carnoso

Cualquier pescado con carne firme y densa que satisface a aquellos que disfrutan de la res. Algunas variedades incluyen al salmón, atún y el fletán.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Seafood
  • Category: General seafood
  • Company: Red Lobster
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marco Bustamante
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Video games Category: Fighting games

bloqueo

Una acción defensiva que mitiga o nulifica el daño recibido. A menudo sólo bloquea los ataques que vienen desde ciertos ángulos y puede ser ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

General

Κατηγορία: Politics   1 13 Όροι

Ciencia

Κατηγορία: Επιστήμη   1 1 Όροι