Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > herencia mendeliana

herencia mendeliana

One method in which genetic traits are passed from parents to offspring. Named for Gregor Mendel, who first studied and recognized the existence of genes and this method of inheritance.

See also: autosomal dominant, recessive gene, sex-linked.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Genome
  • Company: U.S. DOE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Αρχαιολογία Category: Human evolution

laringe

The uppermost part of the windpipe, the sphincter guarding the entrance to the trachea and functioning as the sound-producing organ of the throat.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Shoes

Κατηγορία: Μόδα   2 12 Όροι

Camera Brands

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 10 Όροι