Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > aceite mineral

aceite mineral

An oil derived from a mineral source (petroleum) as contrasted to oils derived from plants or animals.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sysop02
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation

coreano

El coreano es un idioma que se habla en Corea. Hoy en día, hay muchos inmigrantes coreanos en los Estados Unidos.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Human Resources

Κατηγορία: Business   6 26 Όροι

Bugs we played as children

Κατηγορία: Animals   3 3 Όροι