Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > muscalure

muscalure

A synthetic sex pheromone eliciting attraction of the female housefly, Musca domestica.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Hansi Rojas
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 3

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Κουλτούρα Category: Ανθρωποι

Sitio declarado Patrimonio Mundial de la UNESCO

Un sitio declarado Patrimonio Mundial de la UNESCO es un lugar que se encuentra en la lista de la organización de la UNESCO por su especial ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Morocco Travel Picks

Κατηγορία: Travel   1 4 Όροι

Basic Glossary of English-Romanian Legal Terms

Κατηγορία: Νομική   1 1 Όροι