Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > muscalure
muscalure
A synthetic sex pheromone eliciting attraction of the female housefly, Musca domestica.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Sitio declarado Patrimonio Mundial de la UNESCO
Un sitio declarado Patrimonio Mundial de la UNESCO es un lugar que se encuentra en la lista de la organización de la UNESCO por su especial ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
MihaelaMrg
0
Όροι
1
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
Basic Glossary of English-Romanian Legal Terms
Κατηγορία: Νομική 1 1 Όροι
Browers Terms By Category
- Biochemistry(4818)
- Molecular biology(4701)
- Microbiology(1476)
- Ecology(1425)
- Toxicology(1415)
- Cell biology(1236)
Biology(22133) Terms
- American culture(1308)
- Λαϊκή Κουλτούρα(211)
- Γενική κουλτούρα(150)
- Ανθρωποι(80)
Κουλτούρα(1749) Terms
- Dictionaries(81869)
- Encyclopedias(14625)
- Αργκό(5701)
- Idioms(2187)
- General language(831)
- Linguistics(739)
Γλώσσα(108024) Terms
- Bridge(5007)
- Plumbing(1082)
- Carpentry(559)
- Architecture(556)
- Flooring(503)
- Home remodeling(421)
Construction(10757) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)