Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > Ortognática
Ortognática
1. Relacionado con la ortognatia .
2. Tener la cara sin mandíbula hacia fuera, con índice gnático menos de 98.
3. Tener relación normal de las mandíbulas.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: adjective
- Συνώνυμο(α):
- Blossary: Medical Terminology
- Κλάδος/Τομέας: Medical
- Category: Medical research
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation
coreano
El coreano es un idioma que se habla en Corea. Hoy en día, hay muchos inmigrantes coreanos en los Estados Unidos.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Λεξιλόγιο SAT(5103)
- Κολέγια & Πανεπιστήμια(425)
- Teaching(386)
- Γενική εκπαίδευση(351)
- Higher education(285)
- Γνώση(126)
Εκπαίδευση(6837) Terms
- Poker(470)
- Chess(315)
- Bingo(205)
- Consoles(165)
- Παιχνίδα Υπολογιστή(126)
- Gaming accessories(9)
Παιχνίδια(1301) Terms
- Economics(2399)
- International economics(1257)
- International trade(355)
- Forex(77)
- Ecommerce(21)
- Economic standardization(2)
Economy(4111) Terms
- Ρολόι(712)
- Ημερολόγιο(26)
Χρονομετρία(738) Terms
- Γενική νομική(5868)
- Courts(823)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- DNA forensics(434)
- Family law(220)
- Legal aid (criminal)(82)