Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > parápodo

parápodo

A sort of "false foot" formed by extension of the body cavity. Polychaetes and some insect larvae have parapodia in addition to their legs, and these provide extra help in locomotion.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Zoology
  • Company: Berkeley
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Elisabeth Brizuela
  • 0

    Όροι

  • 2

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία Category: Καθολική εκκλησία

Sínodo

Reunión de obispos de una provincia eclesiástica o patriarcado (e incluso del mundo entero, como el Sínodo de los Obispos) que se realiza para tratar ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Fastest Growing Tech Companies

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 7 Όροι

World's Geatest People of All Time

Κατηγορία: Ιστορία   1 1 Όροι