Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > parestesias

parestesias

Sensaciones anormales de tacto de un órgano, parte del cuerpo o área de la piel, como ardor, picor, hormigueo, etc.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary: Medical Terminology
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: Surgery
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Art history Category: Visual arts

busto

A sculpted or painted portrait that comprises the head, shoulders and upper arms of the subject.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Indian Super League (ISL)

Κατηγορία: Σπορ   1 3 Όροι

The world of travel

Κατηγορία: Other   1 6 Όροι