Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > linaje

linaje

The record of descent or ancestry, particularly of a particular condition or trait, indicating individual family members, their relationships, and their status with respect to the trait or condition.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Brenda Galván
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Weddings Category: Wedding services

boda fría

Una boda cuyas ceremonias se llevan a cabo a frías temperaturas. Las bodas frías regularmente simbolizan el amor verdadero. Una pareja rusa ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Christmas Facts

Κατηγορία: Κουλτούρα   1 4 Όροι

Nasal Sprays

Κατηγορία: Health   1 9 Όροι