Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > sector privado

sector privado

That distinct portion of the institutional, industrial, or economic structure of a country that is controlled or owned by non-governmental, private interests.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ανθρωποι Category: Musicians

Michael Jackson

Nombrado el rey del pop, Michael Joseph Jackson (29 de agosto de 1958 - 25 junio de 2009) fue un celebrado artista musical norteamericano, bailarín, ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

My Favourite Historic Places In Beijing

Κατηγορία: Travel   1 8 Όροι

Shanghai Free Trade Zone

Κατηγορία: Business   1 3 Όροι