Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > rancheros

rancheros

People who raise livestock on rangeland.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ανθρωποι Category: Musicians

Bob Dylan

Cantautor y poeta estadounidense, famoso desde los años 60 cuando se combirtió un una figura del descontento cambión a través de sis canciones ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Scandal Characters

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 18 Όροι

Laptop brands

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 12 Όροι