Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > sinécdoque

sinécdoque

A figure of speech in which a part is substituted for the whole. An example: Lend me a hand. See Metonymy.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Francisca Bittner
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Religious holidays

miércoles de Ceniza

Celebrado por los cristianos, marca el primer día de Cuaresma, que dura hasta la Pascua de Resurrección (un periodo de 46 días) y es el día de ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Tallest Skyscrapers

Κατηγορία: Επιστήμη   3 24 Όροι

The World's Largest Lottery Jackpots

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 2 Όροι