Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > trombólisis
trombólisis
The use of drugs called thrombolytic agents to dissolve (lyse) a blood clot (thrombus).
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: Herbs & spices
toronjil
herb (fresh sprigs) Description: Mint-like leaves, also called balm. Sweet, lemon flavor with a citrus scent. Uses: Jams and jellies, salads, soups, ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Καλλυντικά(80)
Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος(80) Terms
- Radiology equipment(1356)
- OBGYN equipment(397)
- Συσκευές καρδιακής υποστήριξης(297)
- Clinical trials(199)
- Ultrasonic & optical equipment(61)
- Physical therapy equipment(42)
Ιατρικές συσκευές(2427) Terms
- General furniture(461)
- Oriental rugs(322)
- Bedding(69)
- Curtains(52)
- Carpets(40)
- Chinese antique furniture(36)
Home furnishings(1084) Terms
- Zoological terms(611)
- Animal verbs(25)
Zoology(636) Terms
- Home theatre system(386)
- Television(289)
- Amplifier(190)
- Digital camera(164)
- Digital photo frame(27)
- Radio(7)