Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > vulnerabilidad

vulnerabilidad

Un defecto explotable en una aplicación de software o sistema operativo que permite a los hackers acceder a los sistemas, obtener información o utilizarlos para sus propios fines.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Festivals

Día Mundial de la Juventud

Día Mundial de la Juventud es un evento religioso que se celebra cada tres años. Abierto a jóvenes de todo el mundo, el Día Mundial de la Juventud ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Glossary of Neurological

Κατηγορία: Health   1 24 Όροι

Information Technology

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 1778 Όροι