Home > Βιομηχανία/Τομέας > Travel > Air travel
Air travel
The act of traveling by plane.
Industry: Travel
Προσθήκη νέου όρουContributors in Air travel
Air travel
υπεράριθμες κρατήσεις
Travel; Air travel
Όταν μια αεροπορική εταιρεία πωλεί περισσότερες θέσεις από όσες είναι διαθέσιμες σε μια συγκεκριμένη πτήση.
ελάχιστη διάρκεια σύνδεσης
Travel; Air travel
Το συντομότερο χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη μετακίνηση μεταξύ πτήσεων. Είναι γενικά καλύτερο να δίνεται σε κάποιον περισσότερος χρόνος σε αντίθεση με ...
απευθείας σύνδεση
Travel; Air travel
Αναφέρεται στις τιμές μεταξύ των δύο πόλεων· μετακίνηση μεταξύ των δύο πόλεων μόνο, χωρίς κανένα επιπλέον τμήμα ή ...
δεσμευμένος χώρος
Travel; Air travel
Θέσεις ή δωμάτια σε αεροπλάνα ή ξενοδοχεία που έχουν δεσμευθεί για να πωληθούν από εταιρείες-συνεργάτες, συνήθως σε μειωμένες ...
τροποποιημένο αμερικανικό μενού (MAP)
Travel; Air travel
Μενού γεύματος που περιλαμβάνει δύο γεύματα ημερησίως, συνήθως πρωινό και δείπνο.
διπλανά δωμάτια
Travel; Air travel
Δωμάτια που είναι το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά δεν έχουν συνδεόμενες πόρτες.
αναμονή
Travel; Air travel
Αναμονή για μια θέση σε μια επιθυμητή πτήση, και είναι συνήθως μια μακρά και επώδυνη αναμονή.