Home > Βιομηχανία/Τομέας > Travel > Air travel
Air travel
The act of traveling by plane.
Industry: Travel
Προσθήκη νέου όρουContributors in Air travel
Air travel
ταξιδιωτικός πράκτορας
Travel; Air travel
Κάθε πρόσωπο που πωλεί προϊόντα ταξίδια σε βάση προμήθειας.
προμηθευτής
Travel; Air travel
Οποιαδήποτε εταιρεία που παρέχει ταξιδίου και/ή υπηρεσίες που σχετίζονται με το ταξίδι δημόσια.
προσθήκη με επιπλέον χρέωση
Travel; Air travel
Μια επιλογή, συνήθως με έξτρα χρέωση, αύξησα ταξιδιωτικές ρυθμίσεις.
προμήθεια
Travel; Air travel
Ποσό αύξησα βάσης ναύλου του εισιτηρίου ότι πρακτορείο ταξιδίων ή συγχώνευσης προσθέτει για να βγάλει προς το ...
σύνδεση
Travel; Air travel
Μια πρόσθετη πτήση μεταξύ του αερολιμένα αναχώρησης και τον τελικό προορισμό.
μη μεταβιβάσιμο
Travel; Air travel
Ενός αεροπορικού εισιτηρίου που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από οποιονδήποτε άλλον.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
RebecaBenedicto
0
Όροι
2
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί