Home > Βιομηχανία/Τομέας > Travel > Air travel
Air travel
The act of traveling by plane.
Industry: Travel
Προσθήκη νέου όρουContributors in Air travel
Air travel
μεταμεσονύκτια πτήση
Travel; Air travel
Μια ολονύκτια πτήση που αναχωρεί το βράδυ και φτάνει νωρίς το επόμενο πρωί.
προγραμματισμένος μεταφορέας
Travel; Air travel
Μια αεροπορική εταιρεία που λειτουργεί σε τακτικό δημοσιευμένο χρονοδιάγραμμα.
κάλυψη προσωπικών αντικειμένων
Travel; Air travel
Πρόσθετη ασφάλιση ενοικίασης αυτοκινήτων, που καλύπτει την απώλεια προσωπικής περιουσίας από το ενοικιασμένο ...
κόμβος
Travel; Air travel
Ένας αεροδρόμιο ή μια πόλη στην οποία μια αεροπορική εταιρεία έχει σημαντική παρουσία και πολλές πτήσεις προς άλλους προορισμούς. ...
σουίτα
Travel; Air travel
Ένα δωμάτιο ξενοδοχείου που κατατάσσεται από την ιδιοκτησία, ως ένα δωμάτιο καλύτερης κατηγορίας το οποίο επίσης έχει περισσότερες διαθέσιμο ανέσεις και ...
κούραση μετά από ταξίδι με αεροπλάνο λόγω της διαφοράς ώρας μεταξύ χωρών
Travel; Air travel
A fatigue caused by the disorientation of a person's biological clock as a result of travel across several time zones.