Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Auditing
Auditing
The systematic review and examination of an individual's or organization’s accounting records to verify their accuracy.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Auditing
Auditing
δείγματα αποδοχής
Λογιστική; Auditing
Δείγματα που καθορίζουν εάν η προσαρμογή εσωτερικού ελέγχου είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από την ελάχιστη επιτρεπτή τιμή απόκκλισης. ...
παρουσίαση δείγματος
Λογιστική; Auditing
Η χαρακτηριστική δοκιμή είναι μια ιδιότητα που έχει μόνο δύο δυνατές τιμές (ένα λάθος υπάρχει ή δεν υπάρχει).
ρίσκο ελέγχου
Λογιστική; Auditing
Ενα συνδυασμός ελέγχου όπου τα πρακτικά λάθη θα συμβούν στην λογιστική διαδικασία και το ρίσκο που τα λάθη δεν θα βρεθούν στον λογιστικό έλεγχο. Το ρίσκο ελέγχου περιλαμβάνει αβεβαιότητες που ...
βάση κατανόησης λογιστικής
Λογιστική; Auditing
Ενα ολοκληρωμένο σύνολο κανόνων διαφορετικό από τό Αμερικανικό. Το GAAP εφαρμόζεται σε όλα τα τμήματα των οικονομικών αντιγράφων. Παραδείγματα περιλαμβάνουν μια βάση λογιστικής που απαιτείται από μια ...
τυφλή εμπιστοσύνη
Λογιστική; Auditing
Ενας οικονομικός διακανονισμός όπου κάποιος αποφεύεγι πιθανή σύγκρουση συμφερόντων μεταφέροντας τις οικονομικές υποθέσεις σε ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει αρμοδιότητα διευθέτησης περιουσιακών ...
συναθροίζω
Λογιστική; Auditing
Που αποτελεί το σύνολο. Τά έξοδα συνάθροισης περιλαμβάνουν έξοδα όλων των τμημάτων για όλο το χρόνο.