Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Auditing
Auditing
The systematic review and examination of an individual's or organization’s accounting records to verify their accuracy.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Auditing
Auditing
διασφαλισμένη συναλλαγή
Λογιστική; Auditing
Δικαίωμα επαναπόκτησης αγαθών ως εξασφάλιση πληρωμής ενός χρέους.
διαστρωμάτωση
Λογιστική; Auditing
Ο κανονισμός ενός συνόλου δεγμάτων ή ένα δείγμα σε διακριτές κλάσεις. Το διαστρωματωμένο δείγμα χρησιμοποιείται για έλεγχο για να επιλέξεις ένα μεγαλύτερο ποσοστό λογαριασμών με υψηλά υπόλοιπα από ...
υποκείμενο σε
Λογιστική; Auditing
Χρόνια πριν υπήρχε ένα είδος αξιολογημένης γνώμης ελέγχου που είχε τις λέξεις ''κατά την γνώμη μας υπόκειται σε... ''Δεν επιτρέπεται στους ελεγκτές να βγάζουν τέτοιες ...
μέγεθος δείγματος
Λογιστική; Auditing
Ο αριθμός των τεμαχίων που επιλέγεται όταν ένα δείγμα αντλείται από τον πληθυσμό.
λάθος δειγματισμού
Λογιστική; Auditing
Εκτός εάν ο ελεγκτής εξετάσει το 1005 του συνόλου δειγμάτων, υπάρχει πιθανότητα τα αποτελέσματα της δειγματολειψίας να παραπλανήσουν τον ελεγκτή. Αυτός ο κίνδυνος είναι λάθος δειγματισμού Οσο ...
ρίσκο δειγματισμού
Λογιστική; Auditing
Η δυνατότητα τα συμπεράσματα που εξάγονται από το δείγμα μπορεί να μην εκπροσωπούν τα σωστά συμπεράσματα για όλο τον ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
HOSEOKNAM
0
Όροι
42
Γλωσσάρια
11
Οπαδοί