Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Auditing
Auditing
The systematic review and examination of an individual's or organization’s accounting records to verify their accuracy.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Auditing
Auditing
εσωτερικός έλεγχος
Λογιστική; Auditing
Πολιτικές και διαδικασίες που σχεδιάζονται για να παράσχουν λογική εξασφάλιση ότι οι στόχοι της επιχείρησης θα επιτευχθούν. Συνίσταται στον έλεγχο περιβάλλοντος, αξιολόγησης κινδύνων, ελεγκτικές ...
ερωτηματολόγιο εσωτερικού ελέγχου
Λογιστική; Auditing
Μια λίστα ερωτήσεων πάνω στο υπάρχον εσωτερικό σύστημα ελέγχου (με απαντήσεις όπως ''ναι' ''οχι' ή χωρίς εφαρμογή) κατά την διάρκεια ελέγχου πεδίου εργασίας. Το ερωτηματολόγιο είναι μέρος των ...
αδυναμία εσωτερικού ελέγχου
Λογιστική; Auditing
Μια ατέλεια στον σχεδιασμό ή επιχείρηση εσωτερικών ελε΄γχων Μια πρακτική αδυναμία είναι μια περίπτωση που πρέπει να δηλωθεί καια δεν μειώνει το σχετικά χαμηλό επίπεδο κινδύνου όπου πρακτικά λάθη ή ...
έλεγχος χρήστη
Λογιστική; Auditing
Ελεγχος υπηρεσίας είναι ο έλεγχος μιας επιχείρησης που παρέχει υπηρεσίες όπως εισαγωγή στοιχείων ή ανάθεση διαχείρησης σύνταξης σε άλλες επιχειρήσεις (χρήστες) Οι έλεγχοι των χρηστών στηρίζονται σε ...
παράγραφος εισήγησης
Λογιστική; Auditing
Η πρώτη παράγραφος της σταθερής έκθεσης του ελεγκτή, που ελέγχειτα οικονομικά έγγραφα τηε επιχείρησης, δηλώνει ότι τα αντίγραφα οικονομικής κίνησης είναι ευθύνη της διεύθυνσης και ότι η αρμοδιότητα ...
δελτίο απογραφής
Λογιστική; Auditing
Ενα δελτίο συνημένο στα έγγραφα απογραφής για να συμβάλλυν στην γνήσια απογραφή.
αντιστρέφω
Λογιστική; Auditing
Το αντίθετο του αναστρέφω Μια σχέση αντιστροφής ανάμεσα σε δυο μεταβλητες σημαίνει ότι γίνεται αύξηση ή ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Dan Sotnikov
0
Όροι
18
Γλωσσάρια
1
Οπαδοί