Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Auditing
Auditing
The systematic review and examination of an individual's or organization’s accounting records to verify their accuracy.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Auditing
Auditing
ασυμβίβαστη δασμών
Λογιστική; Auditing
Μια ιδέα σχετικά με διαχωρισμό των καθηκόντων, μια μέθοδο ελέγχου της επιχείρησης και τη λογιστική που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη της απάτης και να περιορίσει τις επιπτώσεις των σφαλμάτων. ...
τμηματική ταμειακών ροών
Λογιστική; Auditing
Αλλάξετε τις ταμειακές ροές της μιας επιχείρησης ή ενός έργου που προκύπτει από την επένδυση.
αύξηση της απόδοσης για να κλιμακώσετε
Λογιστική; Auditing
Η αύξηση κατά εξόδου ότι είναι αναλογικά μεγαλύτερη από μια ταυτόχρονη και ίσο ποσοστό αλλαγής στα τη χρήση όλων των συντελεστών παραγωγής, που συνεπάγονται μείωση του μέσου ...
inconvertibility
Λογιστική; Auditing
Κατάσταση όπου το νόμισμα της χώρας δεν είναι δυνατό να ανταλλάσσονται για ένα ξένο νόμισμα στην ανοικτή ...
τμηματική προϋπολογισμού
Λογιστική; Auditing
Πρόγνωση των σταθερών γενικά έξοδα, υπολογίζεται προσθέτοντας ή αφαιρώντας ενός προκαθορισμένου ποσοστού από το ιστορικού κόστους (ή το τρέχον ή το τελευταία προϋπολογισμούς). ...
αρχή στοιχειώδους ταμειακών ροών
Λογιστική; Auditing
Το σχέδιο χρηματοδότησης έννοια ότι μόνο ταμειακών ροών σχετικά με την αποτίμηση του έργου είναι τμηματική ταμειακές ροές που προκύπτουν από ...
οριακού κόστους
Λογιστική; Auditing
Το κόστος της επιπλέον μονάδες πάνω από τον αριθμό που έχουν ήδη προγραμματιστεί. Στη συνέχεια, αυτό μπορεί να περιλαμβάνει περαιτέρω το σταθερό ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί