Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Auditing
Auditing
The systematic review and examination of an individual's or organization’s accounting records to verify their accuracy.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Auditing
Auditing
Νόμος του Benford
Λογιστική; Auditing
Ένας μαθηματικός νόμος που ισχύει για κάθε είδους αριθμό που προκύπτει από άλλους αριθμούς (όπως το ποσό πωλήσεων σε δολάρια, που προκύπτει πολλαπλασιάζοντας την ποσότητα των πωλήσεων με την τιμή ...
Εισερχόμενα κατά μέσο όρο
Λογιστική; Auditing
Για τον υπολογισμό των φόρων εισοδήματος με βάση την προηγούμενη έτους ποσά. Αυτή η μέθοδος δεν είναι πλέον έγκυρη λόγω του αναθεωρημένου φορολογική νομοθεσία το ...
ντετέκτιβ ελέγχου
Λογιστική; Auditing
Ένα στοιχείο ελέγχου σχεδιασμένο για να ανακαλύψει ένα ακούσιο συμβάν ή αποτέλεσμα.
Αποποίηση ευθυνών
Λογιστική; Auditing
Μια δήλωση ότι ο ελεγκτής είναι σε θέση να εκφράσει την άποψή του ως προς την παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων σύμφωνα με τις ΗΠΑ ...
Συνεχίζοντας ελεγκτή
Λογιστική; Auditing
είναι ο ελεγκτής του τρέχοντος έτους που ελέγχονται επίσης οι οικονομικές καταστάσεις του πελάτη για το προηγούμενο ...