![](/template/termwiki/images/likesmall.jpg)
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Auditing
Auditing
The systematic review and examination of an individual's or organization’s accounting records to verify their accuracy.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Auditing
Auditing
εγγυητική επιστολή
Λογιστική; Auditing
Μια επιστολή που αντιπροσωπεύει την κατανόηση σχετικά με τη δέσμευση μεταξύ του πελάτη και της CPA. Η επιστολή επισημαίνει τις οικονομικές καταστάσεις και περιγράφει τη φύση των διαδικασιών που ...
εργασίες πεδίων
Λογιστική; Auditing
Η εκτέλεση των διαδικασιών ελέγχου έξω από το γραφείο του ΠΑΣ. Μεγάλο μέρος της εργασίας πεδίου, αλλά όχι όλα, γίνεται στα γραφεία του πελάτη μετά την ημερομηνία του ισολογισμού. ...
γενικό πρότυπο
Λογιστική; Auditing
Στα δέκα ΗΠΑ γενικώς αποδεκτά ελεγκτικά πρότυπα υπάρχουν τρεις γενικές προδιαγραφές: 1. Η εξέταση πρέπει να πραγματοποιείται από πρόσωπο ή πρόσωπα που έχουν την κατάλληλη τεχνική κατάρτιση και ...
υπόθεση συνεχούς ανησυχίας
Λογιστική; Auditing
Υποθέτοντας ότι η εταιρεία θα συνεχίσει να λειτουργεί αρκετό καιρό για να πραγματοποιήσει τις επενδύσεις της σε περιουσιακά στοιχεία μέσω των πράξεων (σε αντίθεση με την πώληση). Παρουσιάζοντας ...