![](/template/termwiki/images/likesmall.jpg)
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Auditing
Auditing
The systematic review and examination of an individual's or organization’s accounting records to verify their accuracy.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Auditing
Auditing
συγκρισιμότητα
Λογιστική; Auditing
Οι χρήστες αξιολογούν τα λογιστικά στοιχεία από τη σύγκριση. Παρόμοιες επιχειρήσεις ευθύνονται για παρόμοιες συναλλαγές με παρόμοιους τρόπους. Ένας άλλος στόχος είναι η σύγκριση των πληροφοριών μιας ...
απρόβλεπτες καταστάσεις
Λογιστική; Auditing
αποτελεί υφιστάμενη κατάσταση όπου εμπλέκεται η αβεβαιότητα ως προς το πιθανό κέρδος (έκτακτο κέρδος) ή απώλεια (έκτακτη ζημία) που θα πρέπει να επιλυθεί από μελλοντικά γεγονότα. Οι εκτιμήσεις, όπως ...
Διαρκή σημασία των λογιστικών
Λογιστική; Auditing
Θέματα της διαρκούς λογιστικής σημασίας συνήθως περιλαμβάνονται στην τεκμηρίωση του μόνιμου ελέγχου, όπως η ανάλυση των λογαριασμών του ισολογισμού, καθώς και εκείνες που αφορούν την αντιμετώπιση ...
έλεγχος λογαριασμών
Λογιστική; Auditing
είναι λογαριασμοί γενικής λογιστικής που αναφέρουν σύνολα των στοιχείων που περιλαμβάνονται στη θυγατρική λογαριασμών του γενικού καθολικού. Για παράδειγμα, εισπρακτέοι λογαριασμών είναι ένας γενικός ...
έγγραφα εργασίας
Λογιστική; Auditing
(έγγραφη τεκμηρίωση του ελέγχου) Εγγραφές που τηρούνται από τον ελεγκτή των διαδικασιών που εφαρμόζονται, δοκιμές, πληροφορίες που λαμβάνονται, και σχετικά συμπεράσματα στη ...