Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Auditing
Auditing
The systematic review and examination of an individual's or organization’s accounting records to verify their accuracy.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Auditing
Auditing
λογοδοτεί έγγραφο
Λογιστική; Auditing
Επικυρωμένες επίσημο έγγραφο (όπως μια αεροπορική εταιρεία εισιτήριο, ελέγχου ή πληρωμής φύλλο) που έχει μια νομισματική τιμή και πρέπει να συνεκτιμηθούν. ...
λογιστικής κόστους
Λογιστική; Auditing
Νομισματική αξία των οικονομικών πόρων που χρησιμοποιούνται κατά την εκτέλεση μιας δραστηριότητας. Βλέπε επίσης οικονομικό ...
λογιστική μαξιλάρι
Λογιστική; Auditing
Υπερεκτίμηση (σε μια τρέχουσα λογιστική περίοδο) ευθύνης ή εξόδων (όπως επισφαλών χρεών), που θα πραγματοποιηθούν σε μεταγενέστερη περίοδο. Δεδομένου ότι μια μεγαλύτερη ισορροπία είναι διαθέσιμη, ...
το συμβάν λογιστικής
Λογιστική; Auditing
Εξωτερική ή εσωτερική συναλλαγή ή αλλαγή που καταγράφονται στο σύστημα ως καταχώρηση χρεωστικές ή πιστωτικές διπλογραφική λογιστική. ...
ετήσια έκθεση
Λογιστική; Auditing
Η ετήσια έκθεση εκδίδεται από την Εταιρεία μετά την λήξη του λογιστικού έτους και περιέχει τις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις για το έτος, την έκθεση των εξωτερικών ελεγκτών, αναφορά του Προέδρου, ...
ταμειακή ροή
Λογιστική; Auditing
Οι αναλυτές ισολογισμών χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο για να περιγράψουν τα παρακρατηθέντα κέρδη χρήσης μίας εταιρίας συν την απόσβεση για τη ...
βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις
Λογιστική; Auditing
Περιλαμβάνουν οφειλές (προς τράπεζες ή άλλους τρίτους) που πρέπει να πληρωθούν μέσα σε ένα χρόνο και χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση του κεφαλαίου ...