Home > Βιομηχανία/Τομέας > Construction > Carpentry
Carpentry
Of or relating to the art of making objects, buildings or furniture out of wood.
Industry: Construction
Προσθήκη νέου όρουContributors in Carpentry
Carpentry
σέλα
Construction; Carpentry
Αέτωμα μικρό τύπο στέγης που βρίσκεται στο πίσω μέρος του μια καπνοδόχο σε κεκλιμένες στέγες να aloow νερού και των συντριμμιών να ρίξει ...
κορυφογραμμή οροφή
Construction; Carpentry
Οριζόντια γραμμή που σχηματίζεται στη διασταύρωση του στα πάνω άκρα των επιφανειών μιας στέγης.
κορδέλα
Construction; Carpentry
Στενό του σκάφους τοποθετημένα σε καρφιά ή άλλα κάθετη μέλη διαμόρφωση που προσθέτει την υποστήριξη σε δοκούς ή παρόμοιων οριζόντια ...
rool να πω υλικού κατασκευής σκεπής
Construction; Carpentry
Υλικού υλικού κατασκευής σκεπής που αποτελείται από κόκκους ορυκτών σε άσφαλτο κορεσμένα πίλημα ή φίμπεργκλας. Άκοπα μορφή υλικού έρπητα ζωστήρα ...
ακατέργαστη ξυλεία
Construction; Carpentry
Ξυλεία που έχει κοπεί σε μέγεθος αλλά όχι ντυμένος ή επιφάνειες.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Marouane937
0
Όροι
58
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί