![](/template/termwiki/images/likesmall.jpg)
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Construction > Carpentry
Carpentry
Of or relating to the art of making objects, buildings or furniture out of wood.
Industry: Construction
Προσθήκη νέου όρουContributors in Carpentry
Carpentry
σιτάρι
Construction; Carpentry
Αναφορικά με το ξύλινο σιτάρι, το μέγεθος, κατεύθυνση, ρύθμιση προσανατολισμού, Εμφάνιση ή ιδιότητα των ινών σε ...
άγκιστρο πύλη
Construction; Carpentry
Ένας τύπος προσωρινή στερέωση υλικού αποτελείται από μια βίδα με ένα διαμορφωμένο μάτι γάντζο στο άλλο άκρο, που εντάσσεται σε ένα παρόμοιο κομμάτι του ζευγαρώματος. Συχνά δει σε πόρτες οθόνη, πύλες, ...
τρυπανιών
Construction; Carpentry
Εργαλείο χειρός χρησιμοποιημένος για τη διάτρυση των μικρών τρυπών στο ξύλο? αποτελείται από ένα μεταλλικό άξονα με ένα φλάουτο κοπής σπείρα στο ένα άκρο και μια ξύλινη λαβή στο άλλο σταθερό 90 ...
ξεπλύνετε
Construction; Carpentry
Κατάσταση στην οποία δύο παρακείμενες επιφάνειες είναι ακόμη, ή στο ίδιο επίπεδο.
Ίδρυμα
Construction; Carpentry
Το υποστηρικτικό τμήμα μιας δομής κάτω από τον πρώτο όροφο κατασκευή ή βαθμού, συμπεριλαμβανομένων των θέσεων, που μεταφέρει τα φορτία στη ...
διαμόρφωση
Construction; Carpentry
Δομής της ξυλείας ενός κτιρίου που δίνει αυτό είναι δύναμη και σχήμα? περιλαμβάνει εσωτερικά & εξωτερικά τοίχους, οροφή, δάπεδο και την ...
όροις
Construction; Carpentry
Στη βάση ενός ιδρύματος τοίχο, στήλη ή προβλήτα, διαδίδοντας μάθημα ή μαθήματα.