Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
σύμβασης
Νομική; Γενική νομική
Μια εθελοντική συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων νομικά αρμόδια μέρη, στο οποίο τα μέρη υποχρεούνται να κάνουν ή να απέχουν από το να κάνετε ορισμένα ...
καταδικαστική απόφαση
Νομική; Γενική νομική
Μια απόφαση λαμβάνονται από ένα δικαστή μετά από μια ποινική δίωξη, και που βρίσκει ένοχοι του εγκλήματος της ...
καταγγελία
Νομική; Γενική νομική
Το πρώτο έγγραφο που κατατίθεται στο Δικαστήριο να κινήσει μια αγωγή. a καταγγελία αναφέρει τη σύντομη πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, βάσει της οποίας, ζητείται μια νομική αντιμετώπιση. Το ...
εξομολόγηση
Νομική; Γενική νομική
Μια εθελοντική αποδοχή από ο κατηγορούμενος ότι διέπραξε τις πράξεις, που αποτελούν το έγκλημα.
συνωμοσίας
Νομική; Γενική νομική
Μια συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων για τη διάπραξη παράνομων ή παράνομη, καθώς και η πράξη, εφόσον διαπράττονται ανέρχεται σε μια παρεξήγηση. Συνωμοτήσει για να διαπράττουν τέτοιου ...
Σύνταγμα
Νομική; Γενική νομική
Αυτό το νομικό όρο αναφέρεται στο θεμελιώδη νόμο του κράτους ή ένα έθνος. Που είναι σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος που βασίζεται στην κυβέρνηση και να ρυθμίζονται τα τμήματα των κυριαρχικών ...
περιφρόνηση του Δικαστηρίου
Νομική; Γενική νομική
Ένα παράπτωμα μέσα στο Δικαστήριο ή σε οποιαδήποτε τους ανυπακοή σε μια εντολή του Δικαστηρίου.