Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
αδικοπραξίας
Νομική; Γενική νομική
Delicts είναι μικρά αδικήματα, όπου ένα πρόσωπο από απάτη ή δόλος προκαλεί ζημία ή αδικοπραξία σε κάποιον. Delicts μπορεί να είναι δημόσια ή ιδιωτική. Δημόσια delicts είναι τα αδικήματα που επηρεάζουν ...
delinquent
Νομική; Γενική νομική
Αυτό είναι ένα άτομο που έχει disobeyed το νόμο, ή είναι ένοχη για κάποια εγκλήματος ή την αποτυχία του δασμού. Επίσης αναφέρεται στην αποτυχία μιας πληρωμής που οφείλεται. ...
ζήτηση γράμμα
Νομική; Γενική νομική
Είναι ένα έγγραφο που εξυπηρετούνται από ένα μέρος στο άλλο, δηλώνοντας τους εκδοχή των γεγονότων, και τη νομική αξίωση για αποζημίωση για την επίλυση της ...
detinue
Νομική; Γενική νομική
Είναι μια μορφή δράσης, η οποία έγκειται στη μετατροπή για την απώλεια ή την καταστροφή εμπορευμάτων, στην οποία μια bailee (που δεν είναι ο κάτοχος) έχει επιτραπεί να συμβεί στην παράβαση του ...
devastavit
Νομική; Γενική νομική
Όταν ένα προσωπικό εκπρόσωπο στην αποδοχή του γραφείου αποδέχεται τα καθήκοντα του γραφείου και γίνεται ο επιμελητής υπό την έννοια ότι είναι προσωπικά υπεύθυνος για όλες τις παραβιάσεις της συνήθους ...
dicta
Νομική; Γενική νομική
Δήλωση του δικαίου που γίνεται από ένα δικαστή κατά την απόφαση της υπόθεσης, αλλά δεν είναι απαραίτητο για την απόφαση της υπόθεσης, η ίδια αυτή ονομάζεται γνωμικό, και συχνά ως παρεμπιπτόντως. ...
γνωμικό
Νομική; Γενική νομική
Δήλωση του δικαίου που γίνεται από ένα δικαστή κατά την απόφαση της υπόθεσης, αλλά δεν είναι απαραίτητο για την απόφαση της υπόθεσης, η ίδια αυτή ονομάζεται γνωμικό, και συχνά ως παρεμπιπτόντως. ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί