Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
θέμα
Νομική; Γενική νομική
Επισήμως, αποστολή ή να γνωστοποιήσουν. Να τεθεί ή να κατανείμετε συνήθως επίσημα.
Προσφεύγουσα
Νομική; Γενική νομική
Ένα άτομο που κάνει την επίσημη αίτηση για κάτι, συνήθως μια εργασία.
bargain λόγου ακυρώσεως
Νομική; Γενική νομική
Διακανονισμός μεταξύ ενός εισαγγελέα και καθού σύμφωνα με την οποία η καθής δηλώνει ένοχος σε μικρότερο επιβάρυνση με την προσδοκία της επιείκειας. ...
voir ταλαιπωρημένη
Νομική; Γενική νομική
Προκαταρκτική εξέταση του μάρτυρα ή ένορκος από δικαστή ή συμβούλους.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Marouane937
0
Όροι
58
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί