Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law

General law

Common terminology used in legal business.

Contributors in Γενική νομική

General law

θέμα

Νομική; Γενική νομική

Επισήμως, αποστολή ή να γνωστοποιήσουν. Να τεθεί ή να κατανείμετε συνήθως επίσημα.

Προσφεύγουσα

Νομική; Γενική νομική

Ένα άτομο που κάνει την επίσημη αίτηση για κάτι, συνήθως μια εργασία.

για ενήλικες

Νομική; Γενική νομική

Ένα άτομο που έχει συμπληρώσει την ηλικία της πλειοψηφίας.

bargain λόγου ακυρώσεως

Νομική; Γενική νομική

Διακανονισμός μεταξύ ενός εισαγγελέα και καθού σύμφωνα με την οποία η καθής δηλώνει ένοχος σε μικρότερο επιβάρυνση με την προσδοκία της επιείκειας. ...

κατηγορητήριο

Νομική; Γενική νομική

Μια τυπική χρέωση ή κατηγορία σοβαρής αξιόποινης πράξης

συνέχιση

Νομική; Γενική νομική

Μία αναβολή μιας υπόθεσης σε μελλοντικές ημέρα.

voir ταλαιπωρημένη

Νομική; Γενική νομική

Προκαταρκτική εξέταση του μάρτυρα ή ένορκος από δικαστή ή συμβούλους.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

no name yet

Κατηγορία: Εκπαίδευση   2 1 Όροι

9 Most Expensive Streets In The World

Κατηγορία: Travel   1 9 Όροι