Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
αλυσίδα του τίτλου
Νομική; Γενική νομική
Το νομικό όρο που χρησιμοποιείται για να δείχνει την ιστορία των μεταβιβάσεων της κυριότητας από την σημερινή κάτοχος στον αρχικό κάτοχο. Τα έγγραφα αυτά αφορούν τις ιδιότητες διατηρούνται από ...
ετροδικία
Νομική; Γενική νομική
Μια αλλαγή του τόπου της δίκης. Τόπος δίκης πρέπει να είναι μια χώρα που θεωρείται ότι είναι αρμόζουσα και συμβατή για μια συγκεκριμένη περίπτωση κατάθεσης/χειρισμού. Αν ο τόπος διεξαγωγής ...
champerty
Νομική; Γενική νομική
Μια πρακτική της κοινής χρήσης τα οφέλη από ένα υφίσταται εκκρεμοδικία, από ένα πρόσωπο που δεν είναι μέρος να υφίσταται η εκκρεμοδικία. Ένα πρόσωπο που έχει κανένα συμφέρον σε αγωγή, προσφέρει ...
πιστοποιητικό
Νομική; Γενική νομική
Ο όρος «πιστοποιητικό» έχει διαφορετικές σημασίες σύμφωνα με το πλαίσιο. Μπορεί να είναι ένα έγγραφο το οποίο πιστοποιεί την αλήθεια της ορισμένα στοιχεία, όπως το γάμο, γέννησης, θάνατο, κ.λπ., ...
κακή πίστη
Νομική; Γενική νομική
Μια έννοια που αναφέρεται από την κακόβουλη πρόθεση της πρόσωπο που εισέρχεται σε οποιαδήποτε συναλλαγή, όπως ένα συμβόλαιο ή μια νομική διαδικασία. Τη δράση του προσώπου αυτού συνεπάγεται την ...
απαγορευτικού
Νομική; Γενική νομική
Το ποσό που έχει κατατεθεί ή η ιδιότητα δεσμεύτηκαν να ένα δικαστήριο για ασφαλή την κυκλοφορία του το πρόσωπο που είναι υπό κράτηση ως ύποπτη εγκλήματος. Τα χρήματα που έχουν κατατεθεί ή η ιδιότητα ...
bailment
Νομική; Γενική νομική
Μια μεταβίβαση της ιδιοκτησίας από ένα άτομο που ονομάζεται το bailor σε ένα άλλο που ονομάζεται bailee, για ένα συγκεκριμένο σκοπό και για μια καθορισμένη περίοδο ονομάζεται bailment. Η bailor ...