Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
Stare decisis
Νομική; Γενική νομική
Λατινική έκφραση, που σημαίνει, "να σταθεί από τα πράγματα που αποφάσισε". Είναι ένα νομικό δόγμα, η οποία ορίζει ότι η απόφαση που εκδίδει το δικαστήριο, σε συγκεκριμένη περίπτωση, σε ένα συγκεκριμέν ...
status quo
Νομική; Γενική νομική
Ένας νομικός όρος, το οποίο αναφέρεται η παρούσα κατάσταση και μια καθεστηκυία τάξη εκδίδεται από δικαστή, προκειμένου να αποτρέψει τις ενέργειες των μερών για την υπόθεση, μέχρι να επιλυθεί η ...
νομικός βιασμός
Νομική; Γενική νομική
Μια σεξουαλική επαφή από ενός ενήλικου προσώπου με ένα μικρό, που είναι κάτω από την ηλικία συναίνεσης ή που είναι κάτω από τα νομοθετικά καθορισμένη ...
αγαπημένος σύμβαση
Νομική; Γενική νομική
Σύμβαση ως αποτέλεσμα συμπαιγνίας μεταξύ της διοίκησης και τους αντιπροσώπους της εργασίας, σε βάρος των δικαιωμάτων της Ένωσης εργαζομένων. Οι συμβάσεις γίνονται αποκλειστικά προς όφελος της ...
υλικού περιουσιακού στοιχείου
Νομική; Γενική νομική
Υλικού περιουσιακού στοιχείου που αναφέρεται σε οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που έχει μια φυσική ύπαρξη. Τέτοιων περιουσιακών στοιχείων μπορεί να γίνει αντιληπτή μέσα από την αίσθηση της αφής και ...
μαρτυρία
Νομική; Γενική νομική
Μαρτυρία είναι ένας όρος δίκαιο που αναφέρεται στη δήλωση που έκανε από μάρτυρας ενόρκως έναρξη νομικής διαδικασίας. Μαρτυρία αυτή αντιμετωπίζεται ως αποδεικτικά ...
Yellowstone ασφαλιστικά μέτρα
Νομική; Γενική νομική
Μια νομική διαδικασία, η οποία μπορεί να ξεκινήσει από ένα μισθωτή να αποτρέψει τον ιδιοκτήτη από την περάτωση της μίσθωσης πρόωρα, σε περίπτωση οποιασδήποτε ισχυρίστηκε προεπιλογή από το ...