
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
περίοδος χάριτος
Νομική; Γενική νομική
Το χρονικό διάστημα πέρα από μια συγκεκριμένη ημερομηνία, κατά την οποία ο οφειλέτης δεν πληρώνουν το χρέος δεν θα χρεωθείτε ένα τέλος. Συνήθως οι περισσότερες εταιρείες πιστωτικών καρτών να δώσει ...
κριτική επιτροπή
Νομική; Γενική νομική
Ένα σώμα προσώπων επιλέγεται τυχαία και να ορκιστεί να διερευνά το γεγονός, και να αναγνωρίσει την αλήθεια σε τέτοια στοιχεία όπως παρουσιάζεται μπροστά τους ένα εισαγγελέα. Υπάρχουν διαφορετικοί ...
μεγάλη κλοπή
Νομική; Γενική νομική
Την παράνομη λήψη και την εκτέλεση μακριά της προσωπικής ιδιοκτησίας πάνω από μια ορισμένη τιμή που όρισε το κράτος δικαίου, με την πρόθεση να στερήσει από το νόμιμο ιδιοκτήτη του ...
αμέλεια
Νομική; Γενική νομική
Η εκ προθέσεως μη εκτέλεση πρόδηλη καθήκον σε αλόγιστες αγνοώντας τις συνέπειες, επηρεάζουν τη ζωή ή την περιουσία άλλου θεωρείται ως βαριά ...
λόγοι διαζυγίου
Νομική; Γενική νομική
Τα νομικούς λόγους ή γεγονότα και υλικά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αναθέτουσα αρχή δίνοντας ένα διαζύγιο.
ομαδικής ασφάλισης
Νομική; Γενική νομική
Μια ενιαία ή κουβέρτα ασφαλιστήριο συμβόλαιο που υπό τις οποίες καλύπτονται άτομα σε μια ομάδα, για όσο διάστημα παραμένουν ένα μέρος από ...
εγγύηση
Νομική; Γενική νομική
Εγγύηση περιλαμβάνει οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνει συνήθως να συμφωνήσει να πληρώσει το χρέος του άλλου ή το έγγραφο στο οποίο γίνεται η διαβεβαίωση ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
mailmeddd123
0
Όροι
2
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
Top 20 Website in the World
