Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
πλήρη αποκάλυψη
Νομική; Γενική νομική
Ως επί το πλείστον σε περιπτώσεις ακινήτων, είναι η πράξη της παρέχουν όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες σχετικά με την ιδιότητα που προορίζονται να πωληθούν, μεταβιβαστεί ή μισθώσει, η οποία μπορεί να ...
προβλέψιμοι κίνδυνοι
Νομική; Γενική νομική
Είναι η αναμενόμενη κίνδυνος ότι ένας λογικός άνθρωπος θα πρέπει να μπορούν να προσδοκούν σε ένα συγκεκριμένο σύνολο ...
κατάπτωση
Νομική; Γενική νομική
Μια απώλεια ή στέρηση αγαθών ή ιδιότητα αξιώνει ένα έγκλημα, παρεξήγηση, παραβίαση της σύμβασης, είτε μέσω ποινή των παραβιάσεων ή τιμωρίας για μια παρεξήγηση. ...
πλαστογραφία
Νομική; Γενική νομική
Όποιος επισημαίνει τυχόν πλαστό έγγραφο ή μέρος εγγράφου, με πρόθεση να προκαλέσουν βλάβη ή ζημία σε άλλο πρόσωπο, ή να παραπλανήσουν τους κάποιος να πιστέψουν σε κάτι πραγματικό, διαπράττει ...
απάτη
Νομική; Γενική νομική
Δόλου, τεχνάσματα ή εκ προθέσεως διαστροφή της αλήθειας, προκειμένου να επέλθουν οι άλλο μέρος με κάτι που έχει αξία, ή να παραδώσει ένα νόμιμο ...
δόλια μεταφοράς
Νομική; Γενική νομική
Κάθε μεταβίβαση του ακινήτου γίνεται με πρόθεση να νικήσουν ή να καθυστερήσουν οι πιστωτές του ενός αποχωρούντες γεωργούς ονομάζεται μια απατηλή μεταφοράς. ...
ξένου δικαίου
Νομική; Γενική νομική
Το σύστημα των νόμων που επικρατούν σε μια γεωγραφική περιοχή έξω από τη χώρα.