Home > Βιομηχανία/Τομέας > Στρατιωτικά > General military
General military
General military terms.
Industry: Στρατιωτικά
Προσθήκη νέου όρουContributors in General military
General military
θέση επίθεσης
Στρατιωτικά; General military
Η τελευταία θέση που καταλαμβάνεται από το τμήμα επίθεσης πριν να διέλθει τη γραμμή της εξόρμησης.
Θέατρο
Στρατιωτικά; General military
Η γεωγραφική περιοχή για την οποία ο διοικητής της μάχιμης διοίκησης της περιοχής έχει αναλάβει την ευθύνη.
παράθυρο εκτόξευσης
Στρατιωτικά; General military
Η νωρίτερη και η αργότερη ώρα εκτόξευσης ενός πύραυλου.
Εντολή στοιχείο Υπηρεσία Στρατού
Στρατιωτικά; General military
Εντολή που είναι υπεύθυνη για τη διατύπωση συστάσεων προς το κοινό διοικητή για την κατανομή και την απασχόληση του στρατού των δυνάμεων μέσα σε μια εντολή εμπόλεμοι. ...
νόσος και nonbattle τραυματισμό ατυχήματος (DNBI ατύχημα)
Στρατιωτικά; General military
Ένα πρόσωπο που δεν είναι ατύχημα μάχη αλλά που χάνεται στον οργανισμό λόγω ασθένειας ή τραυματισμού, συμπεριλαμβανομένων ατόμων πεθαίνουν από ασθένειες ή τρώσεις, λόγω όντας ελλείπων όπου η απουσία ...
σκάφος προσγείωσης και πίνακα εκχώρησης αμφίβιο όχημα
Στρατιωτικά; General military
Ένας πίνακας που δείχνει την παραχώρηση του προσωπικού και υλικού σε κάθε σκάφος προσγείωσης και αμφίβιο όχημα και την ανάθεση του σκάφους προσγείωσης και αμφίβια οχήματα με τα κύματα για το ...
ικανή να αναπτυχθεί κοινή task force αύξηση κυττάρων (DJTFAC)
Στρατιωτικά; General military
Ένα προτέρημα πολεμικά διοικητής απαρτιζόμενη από προσωπικό εντολής πολεμικά και τα επιτελεία των στοιχείων. Τα μέλη είναι μια κοινή, multidisciplined ομάδα σχεδιαστές και επιχειρηματίες και ...