Home > Βιομηχανία/Τομέας > Τηλεπικοινωνίες > General telecom
General telecom
Terms relating to telecommunication or communication through technological means.
Industry: Τηλεπικοινωνίες
Προσθήκη νέου όρουContributors in General telecom
General telecom
θωρακισμένο ζεύγος
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Μία δισύρματη γραμμή μετάδοσης που περιβάλλεται από μία θήκη αγώγιμου υλικού, που την προστατεύει από εξωτερικά πεδία και περιορίζει τα πεδία που παράγονται εντός της ...
κλειδί ελέγχου ταυτότητας
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Ένα κλειδί (αλγόριθμος κρυπτογράφησης δεδομένων) που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο ταυτότητας δεδομένων, σύμφωνα με συγκεκριμένα πρότυπα κρυπτογράφησης. ...
τελικός χρήστης
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
1. Ο τελικός χρήστης μιας υπηρεσίας τηλεπικοινωνιών. 2. Ένα άτομο σε επαφή με το Στόχο της αξιολόγησης, ο οποίος κάνει χρήση μόνο της λειτουργικής της ικανότητας. ...
πλατφόρμα
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
1. Ο τύπος υπολογιστή στον οποίο εκτελείται ένα δεδομένο λειτουργικό σύστημα ή εφαρμογές. Συνώνυμο πλατφόρμα εξοπλισμού. 2. Το λειτουργικό σύστημα σε χρήση σε ένα συγκεκριμένο υπολογιστή. Συνώνυμο ...
λογισμικό εφαρμογών
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
1. Συνώνυμο εφαρμογή. 2. Λογισμικό συγκεκριμένο για μια εφαρμογή, το οποίο αποτελείται από προγράμματα, δεδομένα και τεκμηρίωση. ...
ταχεία κλήση
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
1. Συνώνυμο συντετμημένη κλήση. 2. Κλήση σε ταχύτητα μεγαλύτερη του φυσιολογικού, δέκα παλμών ανά δευτερόλεπτο. ...
διαχείριση κλειδιών
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
1. Επίβλεψη και έλεγχος της διαδικασίας όπου παράγεται, αποθηκεύεται, προστατεύεται, μεταφέρεται, φορτώνεται, χρησιμοποιείται και καταστρέφεται ένα κλειδί. 2. Η δημιουργία, αποθήκευση, διανομή, ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
nicktruth
0
Όροι
1
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί