Home > Βιομηχανία/Τομέας > Τηλεπικοινωνίες > General telecom
General telecom
Terms relating to telecommunication or communication through technological means.
Industry: Τηλεπικοινωνίες
Προσθήκη νέου όρουContributors in General telecom
General telecom
σταθμός βάσης
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
1. Ένας επίγειος σταθμός στην επίγεια υπηρεσία κινητής τηλεφωνίας. 2. Στις προσωπικές υπηρεσίες επικοινωνίας, το σύνηθες όνομα για όλο τον ασύρματο εξοπλισμό που βρίσκεται σε μία σταθερή θέση και που ...
ασύρματο
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Περιγραφή ενός δικτύου ή τερματικού που χρησιμοποιεί ηλεκτρομαγνητικά κύματα (συμπεριλαμβανομένων rf, υπέρυθρων, λέιζερ, ορατού φωτός και ακουστικής ενέργειας), αντί για συρμάτινους αγωγούς για ...
ασύρματη πρόσβαση
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Πρόσβαση τερματικού στο δίκτυο που χρησιμοποιεί ασύρματη τεχνολογία.
μεταφορά αρχείων
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Στα δίκτυα, μία υπηρεσία για τη μεταφορά ενός τμήματος ή ολόκληρου του περιεχομένου ενός αρχείου μέσω ενός δικτύου υπολογιστών. ...
παράμετρος μήκους κωδικού πρόσβασης
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Μία βασική παράμετρος που επηρεάζει το μήκος κωδικού πρόσβασης, το οποίο απαιτείται για την παροχή ενός δεδομένου βαθμού ασφάλειας. Σημείωση 1: Οι παράμετροι μήκους κωδικού πρόσβασης σχετίζονται με ...
ηλεκτροστατική θωράκιση
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Ένα φράγμα ή περίβλημα που εξασθενεί ένα ηλεκτροστατικό πεδίο.
διεθνής κωδικός δρομολόγησης
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Ένας τριψήφιος κωδικός στο σχέδιο αρίθμησης της Βόρειας Αμερικής, ο οποίος ξεκινά με 1 και ταξινομεί τις διεθνείς κλήσεις, όπως απαιτείται, είτε ως κανονικές, είτε ως ειδικής διαχείρισης. ...