Home > Βιομηχανία/Τομέας > Τραπεζική > Initial public offering
Initial public offering
Referring to the process of transforming a private company into a public company by selling shares of its stock to the general public for the first time on a securities exchange.
Industry: Τραπεζική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Initial public offering
Initial public offering
σταθερή συμφωνία
Τραπεζική; Initial public offering
Μια ασφάλιση με την δέσμευση τουα σφαλιστή να διανείμει όλες τις μετοχές που εκδόθηκαν ως αποτέλεσμα της νέας έκδοσης μετοχών. Αυτή είναι η υψηλοτερη βαθμίδα προσφοράς. ...
ρευστό
Τραπεζική; Initial public offering
Ο αριθμός των μετοχών μιας εταιρεία που είναι διαθέσιμες για συναλλαγή από το κοινό. Δεν συμπεριλαμβάνει τις μετοχές εκείνες που ανήκουν στους υπαλλήλους, διευθυντές και άλλους εσωτερικούς. ...
γενικές μετοχές
Τραπεζική; Initial public offering
Οι μετοχές που αποτελούν μέρος μιας προσφοράς που απευθύνεται σε διεθνείς επενδυτές. Αυτό γίνεται συνήθως με τις ευρύτερες συμφωνίες και ασφαλιστές. ...
χονδρική απόδοση
Τραπεζική; Initial public offering
Η διαφορά ανάμεσα στην προσφερόμενη τιμή και τις καθαρές αποδόσεις που δίνονται στην εταιρεία. Αυτά οι χρεώσεις περιλαμβάνουν τεμάχια όπως εκχώρηση πώλησης (όπου οι χρηματισ΄τες παίρνουν προμήεθειες ...
ομαδική πώληση
Τραπεζική; Initial public offering
Μια διαδικασία ασφάλισης που γλινεται από τους μεγάλους μόνο διεθυθυντές, δεν δεν διανέμονται στα μέλη τοων συνδικάτων ή μέλη τοης ομάδας ...
σκληρά δολλάρια
Τραπεζική; Initial public offering
Οι πληρωμές που γίνονται απευθείας από ένανπελάτη για υπηρείσες όπως έρευνα.
κατάλογος έναρξης κεφαλαίων
Τραπεζική; Initial public offering
Μία αναφορά του Πακέτου IPOfn Εμπόρων και Διευθυντών Χρηματιστών που παραδίδεται κάθε Παρασκευή απόγευμα δίνοντας πληροφορίες για τα ΙΡΟ και τα μικρότερα κεφάλαια και αναμένονται να λάβουν τιμή κατά ...