Home > Βιομηχανία/Τομέας > Oil & gas > Oilfield
Oilfield
Oilfield refers to a region with an abundance of oil wells extracting petroleum from below the ground.
Industry: Oil & gas
Προσθήκη νέου όρουContributors in Oilfield
Oilfield
Γαλάκτωμα σταθεροποιητή
Oil & gas; Oilfield
Μια χημική ή φυσική επίδραση που εμποδίζει το διαχωρισμό των δύο ή περισσοτέρων, κανονικά μη μειγνυόμενων φάσεων. Κανονικά επιφανειοδραστική ουσία, ηλεκτρική δαπάνη, ιξώδες υγρό ή γαλάκτωμα ή μικρού ...
ο εμπλουτισμός
Oil & gas; Oilfield
Μια χημική διαδικασία που αλλάζει την κατάσταση της πήλινο ή παραφινούχα να καταστήσει την κάλυψη ειδικές επιδόσεις. ...
αναστολέας διάβρωσης
Oil & gas; Oilfield
Μια χημική ουσία ή συνδυασμός ουσιών που, όταν υπάρχουν στο περιβάλλον, να αποτρέπει ή μειώνει τη διάβρωση ...
demulsifier
Oil & gas; Oilfield
Ένα χημικό πρόσθετο, συνήθως ένα τασιενεργό, το ότι βοηθά σπάσει γαλακτώματα.