Home > Βιομηχανία/Τομέας > Oil & gas > Oilfield
Oilfield
Oilfield refers to a region with an abundance of oil wells extracting petroleum from below the ground.
Industry: Oil & gas
Προσθήκη νέου όρουContributors in Oilfield
Oilfield
μεταφορέα ή τη μεταφορά του οργανισμού
Oil & gas; Oilfield
Περιλαμβάνει κάθε κοινού μεταφορέα από αγωγού, σιδηροδρόμων, φορτηγό, μηχανοκίνητο όχημα, πλοίο, ή φορτηγίδα, ή/και κάθε πρόσωπο τη μεταφορά πετρελαίου ή ένα προϊόν με αγωγό, σιδηροδρόμων, φορτηγό, ...
υπόγεια υδρογονανθράκων αποθήκευσης
Oil & gas; Oilfield
Η χρήση των επιφανειακών γεωλογικών σχηματισμών για αποθήκευση υγρών, υγροποιημένο ή αερίων υδρογονανθράκων, όπως το φυσικό βενζίνη, προπανίου και φυσικού ...
ανάπτυξη καλά
Oil & gas; Oilfield
Ένα καλά διάτρητοι σε έναν γνωστό παραγωγής σχηματισμό σε έναν τομέα που προηγουμένως ανακαλύφθηκε.
αγριόγατα καλά
Oil & gas; Oilfield
Ένα καλά διάτρητοι με σκοπό την ανεύρεση, ένα νέο πεδίο ή τη δεξαμενή.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί