Home > Βιομηχανία/Τομέας > Oil & gas > Oilfield
Oilfield
Oilfield refers to a region with an abundance of oil wells extracting petroleum from below the ground.
Industry: Oil & gas
Προσθήκη νέου όρουContributors in Oilfield
Oilfield
μερκαπτάνη
Oil & gas; Oilfield
Μια κατηγορία ενώσεων που περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και θείο. Την μικρότερη αλυσίδα υλικά χρησιμοποιούνται ως ένα δείκτη οσμή του φυσικού ...
εξωτερική κλουβί τσοκ
Oil & gas; Oilfield
Μια έμφραξη σε θέση να χειρίζονται τα υψηλά στερεά περιεχομένου ροής. Εξωτερική μανίκι μετακινείται πάνω από ένα διάτρητο hub με υψηλή διάβρωση αντίσταση ιδιότητες. ...
βιομηχανία ραφιναρίσματος
Oil & gas; Oilfield
Εταιρεία που δραστηριοποιείται στην αναβάθμιση των υδρογονανθράκων σε εμπορεύσιμα προϊόντα.
ανάλογη δεξαμενή
Oil & gas; Oilfield
Μια συγκρίσιμη δεξαμενή με πολλά παρόμοια χαρακτηριστικά (π.χ., λιθολογία, αποθέσεων περιβάλλον, πορώδες, περμανάντ, κινητήριου μηχανισμού, παράγονται υγρά, κ.λπ.) που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ...
διαπερατότητα αντίθεση
Oil & gas; Oilfield
Μια σύγκριση των διαχωρητότητες από ένα κάταγμα βελτιωτικά και το σχηματισμό.
κακώς ταξινομημένο
Oil & gas; Oilfield
Μια σύγκριση των μεγεθών άμμο κόκκων σε σχηματισμό όπου υπάρχουν ένα ευρύ φάσμα από χονδροειδείς να λεπτών σωματιδίων. ...
αναλογία της κινητικότητας
Oil & gas; Oilfield
Μια σύγκριση της δυνατότητας ενός υγρού για να μετακινηθείτε από ένα άλλο υγρό ή να εκτοπίσει το υγρό.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
tim.zhaotianqi
0
Όροι
40
Γλωσσάρια
4
Οπαδοί