Home > Βιομηχανία/Τομέας > Oil & gas > Oilfield
Oilfield
Oilfield refers to a region with an abundance of oil wells extracting petroleum from below the ground.
Industry: Oil & gas
Προσθήκη νέου όρουContributors in Oilfield
Oilfield
κοινή διαδικασία
Oil & gas; Oilfield
Ένας κοινός τρόπος εργασίας που παράγει ή/και να προστατεύει την αξία, ορίζει τις προσδοκίες της γραμμής βάσης, να ουσιωδώς απόδοση των επιπτώσεων, είναι διαρκή και παγκοσμίως συνεπείς, και βοηθά ...
clintoptolite
Oil & gas; Oilfield
Μια κοινή ζεόλιθο και τα μεταλλικά με ευαισθησία σε ορισμένες επιφανειοδραστικές ουσίες.
σχιστόλιθος
Oil & gas; Oilfield
Κοινή ιζηματογενές πέτρωμα με πορώδες αλλά λίγο μήτρα διαπερατότητα. Σχιστόλιθοι είναι ένα από τα μητρικά πετρώματα του πετρελαίου. Σχιστόλιθοι συνήθως αποτελείται απο σωματίδια λεπτότερα από άμμο ...
επιταχυντής
Oil & gas; Oilfield
Μια χημική ουσία που επιταχύνει το ποσοστό μιας χημικής αντίδρασης. Πιο κοινά είναι οι επιταχυντές χρησιμοποιούνται για τη στερεοποίηση. ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
ruhiha
0
Όροι
2
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί