
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Υγεία > Pharmacy
Pharmacy
1) The science and practice of the preparation and dispensing of medicinal drugs. 2) A store where medicinal drugs are dispensed and sold.
Industry: Υγεία
Προσθήκη νέου όρουContributors in Pharmacy
Pharmacy
κατάργηση με παλαιότερες εκδόσεις
Υγεία; Pharmacy
Μια μέθοδο για να επιλέξετε μεταβλητές σε πολλαπλές παλινδρόμησης που συνάπτει όλων των μεταβλητών η εξίσωση παλινδρόμησης και στη συνέχεια καταργεί τη μεταβλητή που προσθέτει το λιγότερο για την ...
διμεταβλητή παρατηρητηρίου
Υγεία; Pharmacy
Μια δισδιάστατη παρατηρητηρίου ή scatterplot των τιμών των δύο χαρακτηριστικά που μετράται στο ίδιο σύνολο ...
Ενδοκαρδίτιδα
Υγεία; Pharmacy
Προσβολή της endocardial επιφάνειας του την καρδιά, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει μία ή περισσότερες καρδιακές βαλβίδες, η τοιχογραφία endocardium ή ένα septal ...
αναδυόμενες λοιμωδών νοσημάτων
Υγεία; Pharmacy
Ένα ιός που εμφανίστηκε πρόσφατα εντός ενός πληθυσμού ή να υπήρχε όμως να παρουσιάζει ταχεία αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης ή γεωγραφική ...
βακτηριδιακός άνθραξ
Υγεία; Pharmacy
Μία μεταδοτική ασθένεια που προκαλείται από ένα βακτήριο που σχηματίζουν σπορίων Bacillus anthracis. Το φυσικό περιστατικό της συγκεκριμένης ασθένειας συνήθως περιλαμβάνει την εισπνοή σπόρια από ...
βακτηριακή prostatitis
Υγεία; Pharmacy
Η φλεγμονή του προστάτη αδένας και των γύρω ιστών, ως αποτέλεσμα της μόλυνσης.
Ατζέντα για αλλαγή
Υγεία; Pharmacy
Μια πρωτοβουλία εγκρίθηκε από το JCAHO, το 1986 που προορίζονται για τη βελτίωση των προτύπων εστιάζοντας βασικών λειτουργιών του ποιότητα της περίθαλψης, για την παρακολούθηση των επιδόσεων των ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
farooq92
0
Όροι
47
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί
Most Googled People In The World

