Home > Βιομηχανία/Τομέας > Υγεία > Pharmacy
Pharmacy
1) The science and practice of the preparation and dispensing of medicinal drugs. 2) A store where medicinal drugs are dispensed and sold.
Industry: Υγεία
Προσθήκη νέου όρουContributors in Pharmacy
Pharmacy
δίκτυο υπολογιστή
Υγεία; Pharmacy
Μια διασύνδεση υπολογιστών και συσκευών (π.χ. εκτυπωτές και τα μόντεμ) που σχετίζονται με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, που επιτρέπει τις συσκευές για την ανταλλαγή δεδομένων, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ...
Cochrane συνεργασία
Υγεία; Pharmacy
Διεθνή οργανισμό αφιερωμένο στην προώθηση των σωστών αποφάσεων υγειονομικής περίθαλψης με την προετοιμασία, τη διατήρηση, και προσβασιμότητας για την τρέχουσα, αυστηρή, συστηματικές αξιολογήσεις των ...
Αγοραφοβία
Υγεία; Pharmacy
Ανησυχία, ή φοροαποφυγής, τοποθετεί ή καταστάσεις από τις οποίες διαφυγής μπορεί να είναι δύσκολη (ή ενοχλητικό) ή της στην οποία βοήθειας μπορεί να μην είναι διαθέσιμη σε περίπτωση του έχοντας μια ...
κλινικές έρευνες
Υγεία; Pharmacy
Κάθε πείραμα στις οποίες χορηγείται ή καταργηθεί ένα ή περισσότερα θέματα ανθρώπινων ενός ναρκωτικού. Που αφορά σε δοκιμαζόμενα φάρμακα, ένα πείραμα είναι οποιαδήποτε χρήση ενός ναρκωτικού (εξαίρεση ...
εφέ κοορτή γεννήσεων
Υγεία; Pharmacy
Μια ασυνήθιστη ηλικία ποσοστό (συχνότητα ή θνησιμότητα) εντός συγχρονικά δεδομένα που αντικατοπτρίζει το κοινόχρηστο πείρα των προσώπων που γεννήθηκαν κατά τα συγκεκριμένα έτη (κλάσης ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί