Home > Βιομηχανία/Τομέας > Υγεία > Pharmacy
Pharmacy
1) The science and practice of the preparation and dispensing of medicinal drugs. 2) A store where medicinal drugs are dispensed and sold.
Industry: Υγεία
Προσθήκη νέου όρουContributors in Pharmacy
Pharmacy
διεισδυτικές αναπτυξιακή διαταραχή
Υγεία; Pharmacy
Μια ομάδα των διαταραχών που χαρακτηρίζονται από σοβαρές και διεισδυτικές απομειώσεις στην ανάπτυξη της κοινωνικοποίηση και επικοινωνιακές δεξιότητες, καθώς και στη συμπεριφορά ρεπερτόριο, με ένα ...
παρατηρητική μελέτη
Υγεία; Pharmacy
Nonexperimental αναλυτική μελέτη στην οποία ο ερευνητής παρακολουθεί, αλλά δεν επηρεάζει, την κατάσταση έκθεσης του κάθε άτοµο που συµµετέχει και μετέπειτα κατάστασή ...
κοινωνική αγχώδη διαταραχή (ΕΔΕ)
Υγεία; Pharmacy
Μια διαταραχή που χαρακτηρίζεται από κλινικώς σημαντικά άγχος που προκαλούνται από έκθεση σε ορισμένους τύπους κοινωνικές ή τις επιδόσεις καταστάσεις, που συχνά οδηγεί σε συμπεριφορά φοροαποφυγής. ...
ουρική αρθρίτιδα
Υγεία; Pharmacy
Ένα φάσμα ασθενειών που περιλαμβάνει hyperuricemia, επαναλαμβανόμενα επιθέσεις της οξείας αρθρίτιδα συνδεδεμένη με όξινο urate κρυστάλλους στο λευκοκυττάρων βρέθηκαν synovial ρευστού, καταθέσεις των ...
δίκτυο ευρείας περιοχής (WAN)
Υγεία; Pharmacy
Μια ομάδα από υπολογιστές συνδέονται κατά τρόπο ότι μπορούν να μοιράζονται δεδομένα, προγράμματα, και ή εξοπλισμού σε απόσταση (π.χ., σύνδεση ανάμεσα σε υπολογιστές που ανήκουν σε ένα θεσμικό όργανο ...