![](/template/termwiki/images/likesmall.jpg)
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Υγεία > Pharmacy
Pharmacy
1) The science and practice of the preparation and dispensing of medicinal drugs. 2) A store where medicinal drugs are dispensed and sold.
Industry: Υγεία
Προσθήκη νέου όρουContributors in Pharmacy
Pharmacy
κλινικώς αρμόδια
Υγεία; Pharmacy
Ιατρού που είναι νομικά και ηθικά ενημερώνονται και να είναι σε θέση να αξιοποιούν τη κατάλληλη γνώση της φαρμακευτικής κατά την επίλυση των αναγκών του ...
μεγαλακρία
Υγεία; Pharmacy
Παθολογικά προϋπόθεση χαρακτηρίζεται από υπερβολική παραγωγή των αυξητικών ορμονών.
granulocytopenia
Υγεία; Pharmacy
Μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ένα ασυνήθιστα χαμηλό αριθμό των κοκκιοκυττάρων από την αφαίρεση του αίματος, και που μπορεί να predispose τον κεντρικό υπολογιστή σε ...
ψυχοθεραπεία
Υγεία; Pharmacy
Ένας γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια μορφή θεραπείας που βασίζονται σε μιλάει με έναν ψυχίατρο. Ψυχοθεραπεία έχει ως στόχο να ελαφρύνει δυσφορία από συζητάμε και να εκφράζει ...
proteinuria
Υγεία; Pharmacy
Μια συνθήκη που ούρα περιέχει μεγάλες ποσότητες πρωτεϊνών (> 150 mg/ημέρα), συχνά, ένα σύμβολο του glomerular ή σωληνωτούς βλάβες στο τα ...
nonarteritic, διατρέχει, ischemic ινών εστεράσης
Υγεία; Pharmacy
Μια διαταραχή που προκλήθηκε από μια οξεία μείωση της ροής αίματος να το νεύρο ινών, που οδηγεί σε απώλεια ξαφνική όραμα. Εάν επίμονη, μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια μόνιμη ...
δημοσίευση bias
Υγεία; Pharmacy
Στρέβλωση στα συμπεράσματα που προέρχονται από δημοσιευμένη μελέτες, λόγω της επιλεκτικής παράγοντες που συνδέονται με το ενδεχόμενο της δημοσίευσης, καθώς και κατά πόσον τα συμπεράσματα ήταν θετικά ...